Αν και ποτέ δεν υπήρξα μικρός θυμάμαι σε εποχές που ήμουν νεώτερος, ανθρώπους και εμπειρίες που τότε ήταν ολοσδιόλου φυσικές και τωρά φρικιώ με την ανάμνησή τους και μόνο। Πολύ χαρακτηριστικό και εντελώς παράλογο για τους εκτός θεουσάτου παράδειγμα είναι αυτό με τον πνευματικό μου στο γυμνάσιο। Ως γνήσιος θεούσος πήγαινα συχνα πυκνά για εξομολόγηση, κάτι που δρούσε και αρκούντως ψυχοθεραπευτικά μέσα στο καταπιεστικό περιβάλλον της οικογένειάς μου। Αυτά μέχρι το σημείο που ο έρως με χτύπησε στο δόξα πατρί। Χωρίς να εξετάσουμε τα πως και τα γιατί και το αποτέλεσμα (που ήταν να μείνω με το πουλί στο χέρι) φτάνουμε στην επίμαχη σκηνή: ο μικρός φίλος μας πηγαίνει στο ναό και ζητά - άκουσον άκουσον - άδεια από τον πνευματικό για να την πέσει στο μεγάλο έρωτα της μικρής ζωής του। Και ελάχιστη εξοικείωση αν έχει κάποιος με τους ανθρώπους τους λεγόμενους ''της εκκλησίας'' καταλαβαίνει ότι η η κατάφαση ήταν κάτι παραπάνω από αδύνατη। Αλλά μετά ήρθε το δώρο έκπληξη! ''Μικρέ μου φίλε γιατί είσαι τόσο ερωτευμένος και ριγά το φυλλοκάρδι σου και θες τόσο πολύ να πεις γλυκανάλατες αηδίες και να της κρατήσεις το χεράκι; Γιατί τρελαίνεσαι τόσο στη θέα του προσώπου της και θες τόσο να κατακτήσεις το άγουρο κορμάκι της; Σκέψου την νεκρή। Σκέψου πως θα είναι πεθαμένη, με τα σκουλήκια να την κατατρώνε, με τις σάρκες που εσύ ποθείς να έχουν γίνει μια άμορφη μάζα।'' Μετά ακολούθησαν διάφορα άλλα περί αιωνιότητας και αφθαρσίας της ψυχής αλλά ο μικρός μας φίλος είχε μείνει αποσβολωμένος। Αν πω στην παρούσα φάση ότι η εμπειρία αυτή με έχει σημαδέψει ανεπανόρθωτα θα ήμουν υπερβολικός। Σίγουρα πάντως ξέρω ότι η ζωή συνεχίστηκε και μετά από αυτό με τον τρόπο εκείνο που άλλοτε σε στέλνει στον ουρανό και άλλοτε σε καταποντίζει। Οι εμπειρίες διαδέχτηκαν η μία τη άλλη αφήνοντας κατά διαστήματα περιόδους ξηρασίας। Αρχής γενομένης λοιπόν από την ξηρασία, που κράτησε πολύ ήρθαν εποχές θωπείας και ξηρασίας πάλι και τσάμπα καύλας και ξηρασίας ξανά και ξανά। Και κάθε φορά κοιτώντας πίσω παρατηρούσα τις αλλαγές στον πιτσιρικά εκείνο το μικρομέγαλο και γελούσα με τα ημερολόγια που τότε έγραφε και γνώριζα ανθρώπους και ζούσα μια ζωή συμπυκνωμένη που δε μου άφηνε χρόνο να σκεφτώ, γιατί ενδεχομένως είσαι ευτυχισμένος μόνο όταν δεν έχεις χρόνο να το σκεφτείς। Και αφού δεν είχα χρόνο για τη δική μου σκέψη και ζητωκραύγασα όνειρα ξένα αλλά και αλλότρια στο ενδιάμεσο και ζώντας πάντα στον αυτόματο όπως οι ορδές των αφανισμένων που ζουν απλά και μόνο επειδή η ζωή έχει το πικρό γνώρισμα να ριζώνει βαθιά μέσα στον άνθρωπο, χωρίς να ελπίζουν ανάπαυση και σωτηρία από τίποτα, γεύτηκα και άλλες εμπειρίες γνήσιες και βαθειές και απαγορευμένες και επίπλαστες। Συνέχιζα όμως να αντικρίζω τον κόσμο με απορία μιας που δεν είχα βρει μια μεγάλη αλήθεια να με ζεστάνει। Οι σκέψεις γυρνάνε συνέχεια ένα γύρω μέσα στο κεφάλι μου και κάποιες φορές ο μέσα εαυτός μου δακρύζει και κλαίει με αναφιλητά και οι ερωτήσεις συνέχεια με τριβελίζουν για το ποιός αξίζει περισσότερο। Η Γυναίκα που θα μπορούσε να μου δώσει πολλά και ξέρω ότι ανάμεσα στα χειλάκια του αιδοίου της έχει τον κόσμο ολόκληρο και το παλλόμενο κορμί της είναι ικανό να με σύρει σε σκοτοδίνη τέτοια που να ξεχάσω ακόμα και τον Φίλο। Τον μεθυσμένο φίλο που θα έχυνε και το αίμα του για τους Φίλους। Η Γυναίκα που οι λέξεις, πολύφερνες και βγαλμένες από μελέτη χρόνων δειλιάζουν μπροστά στην όψη της και εκφυλίζονται σε διφθόγγους ατάκτως ερριμένους। Η Γυναίκα που με μιαν υποψία μόνο βλέμματος μου λέει όλες τις κουβέντες και μου καταρρίπτει όλες τις θεωρίες। Και μετά η γνώση ότι τη Γυναίκα, το Φίλο και εμένα θα μας φάει όλους το μαύρο χώμα και μια βαθειά απογοήτευση μπλεγμένη με λύτρωση για την προσωρινότητα των πραγμάτων।
Αδέλφια μου σας φιλώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου