Απόψε τουρτούρισε της γης το σπλάχνο και οι απανταχού γαμιόληδες φέραν μια σβούρα μέσα στο λευκό της καύκαλο.
Ο κεφάλας με μια δοξαριά του τσίγγλισε το χάρο και του μάτωσε τη μύτη μα δε τον λάβωσε, ίσα ίσα να τον εκνευρίσει κατάφερε. Περδής μετά του ξετυλήχτηκε - μίτος αριάδνιος, σχεδόν φυγόκεντρος και γυριστρούλας να του ζαλίσει τον πούτσο και μετά η δουλειά μου ήταν στρωμένη. Του τάκοψα τα δυο σακούλια και στα στόλισα γερακοκούδουνα κεφάλα μου στου δοξαριού την άκρα να λένε του κόσμου τις χαρές σαν τρέμουν οι κορδές σου και κλαίει ο καβαλάρης.
Πόσο υπέροχη είσαι? Μα πόσο πια και πόσο ακόμα?
Χάζεψα τον θάκη να ακυρώνει τη συνδρομή του για νεκρανάσταση και να πουλάει το χαρώνειο ναύλο για κοτοπουλάδες, σαν είδε ότι τρυπήξαν τα κουπιά του βαρκάρη. Και ο γάκης πίστεψε για μια στιγμή οτι είμαστε αρκετά μεγάλοι και έσταξε λίγο σαλάκι για να στρίψει την τσιγάρα του.
Τι άλλο κάνεις ομορφιά μου εκτός απτο να μοσχοβονάς?
- Φοβάμαι.
Και τι άλλο?
- Όταν μαφήνεις μόνη μου, ξεκινάω από μια λαθεμένη και τελείως αβάσιμη υπόθεση, την οποία αποδέχομαι αξιωματικά και πάνω σαυτή ξετυλίγω τη γλώσσα μου. Μετά κάθομαι ανακούρκουδα και περιμένω να γεννοβολήσω φρικιαστικές λεξούλες οι οποίες επιστρέφουν κυκλικά, μυσταγωγικά, αναγκαία σχεδόν και μου δροσίζουν τα μουτράκια.
Σαν τι δηλαδή?
- Όλες οι κωμμώτριες είναι κάβλες, ας πούμε.
- Υπάρχουν αυστηρά καθορισμένες εκφράσεις για να αναγγείλεις τον θάνατο κάποιου γνωστού προσώπου. Οι εκφράσεις αυτές έχουν καθοριστεί a priori.
- Οι δυσλεκτικοί είναι και γαμώ τα παιδιά.
Ο κάκης όταν βαρέθηκε να πλάθει μπαλίτσες τις μύξες του, του γάβγισε και μπλοφάροντας γέμισε το τεπόζιτο μόνο για το πάμε. Μας μάζωξε έναν έναν και αφού κουρντίξαμε πάνω στη φωνή του γάκη, παίξαμε όπως αρμόζει σαυτές τις περιστάσεις. Ξεκούρδιστοι. Απόψε, στης ζωής μας το all in.