και γεννηθήτω φως . . .

Κοίτα τι σούναι καμμιά φορά κένα παραμυθάκι που μας μάθανε το στοιχειώσαμε μύθους και κατάρες το τυλίξαμε μυστικά ψιθύρους, αράχνες υφάντρες κείπαμε στο φεγγάρι το στολίσει χλωμάδες και δροσούλες. Νάσου που ρίζωσε και πέταξε μπουμπούκια μυρωδάτα μέσαπο μυαλά μυστήρια, καρκιούλες σκοτεινές και βάλθηκα να το βαφτίξω. σύμβολα το ζώσω, νογήματα μεάλα, μπας και σας πείσω οτι ο Κόσμος από σας κρατιέται κιοτι σεις τον σπρώχνετε και πάει. φωτιά ποκείνη που δεσβήνει σας φωτίσω τις λεξούλες ποκείνες τις πρώτες που γραφτήκαν να διαβάστε λίγο πριν τυφλωθούν τα ματάκια σας. φωνούλα να κράξετε τόνομά σας νακουστεί πριν ξεχάσετε πως σας λένε. σας γυμνάσω τα μπρατσάκια τους Ουρανούς βαστήξετε να νιώστε μεγάλοι και σπουδαίοι λίγο πριν πέσουν να σας πλακώσουν.

ἡ Κηρ (τῆς Κηρός) = η θεά του θανάτου ή της μοίρας, όθεν το πεπρωμένον, ο θάνατος, ο όλεθρος. Κηριτρεφείς άνθρωποι = οι τρεφόμενοι μετά της Κηρός.
Κηραίνω = καταστρέφω, κεραϊζω
κηρεσσιφόρητος = ο φερόμενος υπό των Κηρών (= των Μοιρών)
το Κῆρ (του κῆρος, συνηριμένο εκ του κέαρ) = η καρδιά
κήροθι = από καρδιάς, με όλη μου την καρδιά
ο κηρός = ο κηρός των μελισσών, κήρινθος = τροφή των μελισσών
το κήρωμα = παν κατασκευασμένον εκ κηρού

κηρύσσω (παθ. μέλλοντας: κηρυχθήσομαι) = αγγέλω, εξυμνώ, εγκωμιάζω, δημόσια
κῆρυξ (του κήρυκος) = καθόλου δημόσιος αγγελιαφόρος. Κύριον έργον των κηρύκων ήτο να συγκαλούν την Συνέλευσιν. Ούτοι εκράτουν το λεγόμενον Σκήπτρον. Εθεωρούντο πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα ως διατελούντες υπό την προστασίαν του Διός.
καρκαίρω = αντηχώ
σκήπτρον (δωρ. σκάπτον) = ράβδος, βακτηρία. Σκήπτρον επίσης ελάμβανον από των χειρών του κήρυκος οι εγειρόμενοι δια να ομιλήσουν (κατά τις συνελεύσεις). Σκηπτούχος, σκηπτοβάμων, σκηπτροφόρος, ομηρ.: σκηπάνιον

Φτού σου μωρέ μαθάκια μου // πλέξε ψυχούλα υφάντραμου
μαθάκιανθρωποφάγα // τοστραφτερόν ιστόνα
Μαθάκια πλήρη ονείρατα // νάρθου ποδώ οι λαχτάρες μου
ανοίξτε νακοιτάτε // ντυμένες αραχνούλες

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Απόψε τουρτούρισε της γης το σπλάχνο και οι απανταχού γαμιόληδες φέραν μια σβούρα μέσα στο λευκό της καύκαλο.
Ο κεφάλας με μια δοξαριά του τσίγγλισε το χάρο και του μάτωσε τη μύτη μα δε τον λάβωσε, ίσα ίσα να τον εκνευρίσει κατάφερε. Περδής μετά του ξετυλήχτηκε - μίτος αριάδνιος, σχεδόν φυγόκεντρος και γυριστρούλας να του ζαλίσει τον πούτσο και μετά η δουλειά μου ήταν στρωμένη. Του τάκοψα τα δυο σακούλια και στα στόλισα γερακοκούδουνα κεφάλα μου στου δοξαριού την άκρα να λένε του κόσμου τις χαρές σαν τρέμουν οι κορδές σου και κλαίει ο καβαλάρης.

Πόσο υπέροχη είσαι? Μα πόσο πια και πόσο ακόμα?

Χάζεψα τον θάκη να ακυρώνει τη συνδρομή του για νεκρανάσταση και να πουλάει το χαρώνειο ναύλο για κοτοπουλάδες, σαν είδε ότι τρυπήξαν τα κουπιά του βαρκάρη. Και ο γάκης πίστεψε για μια στιγμή οτι είμαστε αρκετά μεγάλοι και έσταξε λίγο σαλάκι για να στρίψει την τσιγάρα του.

Τι άλλο κάνεις ομορφιά μου εκτός απτο να μοσχοβονάς?
- Φοβάμαι.

Και τι άλλο?
- Όταν μαφήνεις μόνη μου, ξεκινάω από μια λαθεμένη και τελείως αβάσιμη υπόθεση, την οποία αποδέχομαι αξιωματικά και πάνω σαυτή ξετυλίγω τη γλώσσα μου. Μετά κάθομαι ανακούρκουδα και περιμένω να γεννοβολήσω φρικιαστικές λεξούλες οι οποίες επιστρέφουν κυκλικά, μυσταγωγικά, αναγκαία σχεδόν και μου δροσίζουν τα μουτράκια.

Σαν τι δηλαδή?
- Όλες οι κωμμώτριες είναι κάβλες, ας πούμε.
- Υπάρχουν αυστηρά καθορισμένες εκφράσεις για να αναγγείλεις τον θάνατο κάποιου γνωστού προσώπου. Οι εκφράσεις αυτές έχουν καθοριστεί a priori.
- Οι δυσλεκτικοί είναι και γαμώ τα παιδιά.

Ο κάκης όταν βαρέθηκε να πλάθει μπαλίτσες τις μύξες του, του γάβγισε και μπλοφάροντας γέμισε το τεπόζιτο μόνο για το πάμε. Μας μάζωξε έναν έναν και αφού κουρντίξαμε πάνω στη φωνή του γάκη, παίξαμε όπως αρμόζει σαυτές τις περιστάσεις. Ξεκούρδιστοι. Απόψε, στης ζωής μας το all in.

1 σχόλιο: